γυμνόσπερμα — (gymnosperma).Η μία από τις δύο υποδιαιρέσεις των ανθοφύτων ή σπερματοφύτων, που περιλαμβάνει όλα τα φυτά των οποίων τα ωοκύτταρα δεν περιβάλλονται από τελείως κλειστή ωοθήκη, είναι δηλαδή γυμνά. Τα σποριάγγεια ή αναπαραγωγά σώματα… … Dictionary of Greek
τάξος — (taxus). Γένος αειθαλών κωνοφόρων δέντρων και θάμνων της οικογένειας των ταξιδών. Τα φύλλα τους είναι βελονοειδή και τοποθετημένα σε 2 σειρές σε πλάγιους οριζόντιους βλαστούς. Έχουν σκούρο πράσινο χρώμα και είναι λαμπερά. Οι κουκουνάρες περιέχουν … Dictionary of Greek
ταξώδη — τα, Ν βοτ. τάξη γυμνόσπερμων φυτών που ανήκει στην κλάση ή υποδιαίρεση κωνιφερόφυτα και η οποία περιλαμβάνει 5 γένη με 20 περίπου είδη αειθαλλών δένδρων και θάμνων που ταξινομούνται στην οικογένεια ταξίδες και απαντούν στο βόρειο, κυρίως,… … Dictionary of Greek
τορρεύα — η, Ν βοτ. γένος γυμνόσπερμων φυτών το οποίο ανήκει στην οικογένεια ταξίδες τής τάξης ταξώδη και περιλαμβάνει 6 8 είδη δένδρων και θάμνων που απαντούν κατά τόπους στη Βόρεια Αμερική, στην Κίνα και στην Ιαπωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. torreya, από το… … Dictionary of Greek